ἀδεία — ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείᾳ — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεια — freedom from fear fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
αδειά — η 1. διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία: Μακάρι να είχα αδειά σήμερα! 2. διαθέσιμος χώρος, ευρυχωρία: Δεν έχουμε αδειά στο σπίτι για να σας κρατήσουμε να κοιμηθείτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁδεῖα — ἁ̱δεῖα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδείᾳ — ἁ̱δείᾱͅ , ἡδύς pleasant fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… … Dictionary of Greek
ἀδείας — ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείαι — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)